τριμελοῦς

τριμελοῦς
τριμελής
consisting of three
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • σημαντήρας — Επώνυμο Ελλήνων διαπρεπών νομικών. 1. Κωνσταντίνος. Δικαστικός και Πρόεδρος του Άρειου Πάγου (1841 1927). Τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση παρακολούθησε στο Ναύπλιο. Το 1863 αναγορεύτηκε διδάκτορας της νομικής στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Άμπελ, Καρλ φον — (Karl von Abel, 1788 – 1859). Βαυαρός πολιτικός και νομομαθής. Ο Ά. έπαιξε αξιόλογο ρόλο στην ιστορία της Ελλάδας κατά τα πρώτα στάδια της βασιλείας του Όθωνα. Αυτός και ο οικονομολόγος Κάρλ Γκρένερ αποτελούσαν αναπληρωματικά μέλη της τριμελούς… …   Dictionary of Greek

  • Άρμανσπεργκ, Γιόζεφ Λούντβιχ — (Josef Ludwig GrafArmansperg, 1787 – 1853).Βαυαρός πολιτικός, αντιβασιλιάς της Ελλάδας (1833 35). Ήταν το πρώτο μέλος και τιμητικός πρόεδρος της τριμελούς Αντιβασιλείας (Ά, Μάουρερ, Χάιντεκ) που όρισε o βασιλιάς της Βαυαρίας και πατέρας του Όθωνα …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Σοφοκλής — (Χανιά 1894 – Ηράκλειο 1964).Στρατιωτικός και πολιτικός, γιος του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ενώ ακόμα φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, υπηρέτησε ως εύελπις υπαξιωματικός κατά τους Βαλκανικούς και τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Αξιωματικός του πυροβολικού στη… …   Dictionary of Greek

  • Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Ζαΐμης, Θρασύβουλος — (Κερπινή, Καλάβρυτα 1825 – Αθήνα 1880). Πολιτικός, γιος του Ανδρέα Ζαΐμη (βλ. λ.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στη Γαλλία. Εξελέγη βουλευτής για πρώτη φορά το 1850 και το 1859 συμμετείχε στην κυβέρνηση Μιαούλη ως υπουργός Παιδείας …   Dictionary of Greek

  • Μάγερ, Γιόχαν Γιάκομπ — (Johann Jacob Mayer, Ζυρίχη 1798 – Μεσολόγγι 1826). Ελβετός γιατρός και δημοσιογράφος. Ενθουσιώδης φιλέλληνας ήρθε στην Ελλάδα, μόλις ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, και εγκαταστάθηκε στο Μεσολόγγι, όπου προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως γιατρός… …   Dictionary of Greek

  • Μηλιαράκης, Αντώνιος — (Αθήνα 1841 – 1905). Ιστορικός και γεωγράφος. Καταγόταν από την Κρήτη, αλλά έζησε στην Αθήνα. Το 1862 έγινε στενογράφος της Εθνικής Συνέλευσης θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1904. Παράλληλα ασχολήθηκε και με γεωγραφικές έρευνες και το 1874… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμαντόπουλος, Ιωάννης — I (Αθήνα 1856 – Σεν Μαντέ 1910). Ελληνογάλλος ποιητής. Νέος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1880), με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Jean Moréas. Πριν εγκαταλείψει την Αθήνα, δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι (1878), η οποία, κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”